- ψυχώνω
- ψύχωσα, ψυχώθηκα, ψυχωμένος, δίνω θάρρος, εμψυχώνω: Τα λόγια του λοχαγού τούς ψύχωσαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχώνω — ψυχῶ, όω, ΝΜΑ [ψυχή] νεοελλ. 1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχωμένος, η, ο γενναίος, θαρραλέος μσν. παθ. ψυχοῡμαι, όομαι ριζώνω σαν φυτό και αντλώ ζωή («εἰς ἐμένα ἐψυχώθη ἀπέσω εἰς τὴν καρδίαν, καὶ ὅλον περιέπλεξέ με», Λίβ.… … Dictionary of Greek
αψύχωτος — η, ο [ψυχώνω] αυτός που δεν έχει ψυχή, ο δειλός … Dictionary of Greek
ψυχωτής — ο, Ν [ψυχώνω] εμψυχωτής … Dictionary of Greek
ψυχώ — (I) όω, ΜΑ βλ. ψυχώνω. (II) όω, Α [ψύχος] (συν. το παθ.) ψυχοῡμαι, όομαι γίνομαι ψυχρός, κρύος («θερμανθὲν καὶ αὖθις ψυχωθέν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek